Η σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια και σοβαρή ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παραληρήματα, ψευδαισθήσεις, διαταραχές συμπεριφοράς της βούλησης και σπανιότερα της κινητικότητας. Θεωρείται η σοβαρότερη ψυχιατρική διαταραχή καθώς συνδέεται με σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας σε ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής όπως αυτοφροντίδα, αυτοδιαχείριση, εκπαίδευση, εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις, κοινωνική ζωή και ψυχαγωγία. Η νόσος εμφανίζεται περίπου σε 1 στους 100 ανθρώπους, με την αναλογία ανδρών-γυναικών να εκτιμάται πως είναι 1:1. Η διαταραχή εκδηλώνεται συνήθως μεταξύ 16 και 35 ετών, ενώ σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία.
Σε τι μπορεί να οφείλεται η σχιζοφρένεια;
Τα αίτια της σχιζοφρένειας δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Η ποικιλομορφία της κλινικής εικόνας και της πρόγνωσης της νόσου αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες που όταν συνυπάρχουν εμφανίζεται η νόσος. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι γενετικοί, βιολογικοί, κοινωνικοί ή περιβαλλοντολογικοί.
Σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα φαίνεται ότι η σχιζοφρένεια οφείλεται σε απορρύθμιση της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται θεμελιώδεις νευροψυχιατρικές λειτουργίες. Επίσης μπορεί να υπάρχουν βλάβες στην αρχιτεκτονική των νευρικών κυττάρων, στη μεταξύ τους συνδεσιμότητα ή στη νευρομεταβίβαση.
Άλλες καταστάσεις που ενοχοποιούνται είναι οι βλαβερές για το έμβρυο συνήθειες της μητέρας, η σωματική νόσος της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η σωματική νόσος του ατόμου κατά τη βρεφική ηλικία και οι τραυματισμοί του ατόμου στην περιοχή της κεφαλής κατά την ενδομήτριο ζωή, όπως και κατάχρηση ψυχοδραστικών ουσιών, ιδιαίτερα της κάναβης.
Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η σχιζοφρένεια;
Τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια έχουν ψευδαισθήσεις κατά τις οποίες ακούν ή βλέπουν πράγματα, είτε φοβούνται ότι οι άλλοι συνωμοτούν εναντίον τους. Συχνά μπορεί να έχουν πρόβλημα να οργανώσουν τις σκέψεις τους ή αδυνατούν να κάνουν λογικές συνδέσεις. Οι σχιζοφρενείς επίσης μπορεί να μιλούν ασυνάρτητα, να εφευρίσκουν νέες λέξεις ή και να φαντάζονται ολόκληρες συνομιλίες. Πολλές φορές διαπιστώνεται αδυναμία τήρησης βασικών κανόνων υγιεινής.
Εν αντιθέσει με όσα πιστεύουν οι άνθρωποι που δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς για τη νόσο, ο κίνδυνος της βίας εις βάρος των άλλων είναι μικρός. Όσον αφορά τις καταχρήσεις τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, με μερικές ουσίες να επιδεινώσουν τα υπάρχοντα συμπτώματα. Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας επίσης χωρίζονται σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά συμπτώματα περιλαμβάνουν παραληρητικές ιδέες, αποδιοργανωμένη σκέψη και ομιλία, ακουστικές, οπτικές, οσφρητικές και γευστικές ψευδαισθήσεις. Τα αρνητικά συμπτώματα είναι ελλείμματα των κανονικών συναισθηματικών αντιδράσεων ή των φυσιολογικών διαδικασιών σκέψης. Τέτοια είναι το επίπεδο ή αμβλύ συναίσθημα, ο φτωχός λόγος, η ανηδονία, η έλλειψη της επιθυμίας να δημιουργήσουν σχέσεις και αβουλία. Οι ασθενείς εμφανίζουν επίσης λιγότερο καλή συμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή.
Σε ποιους τύπους ταξινομείται η σχιζοφρένεια;
Υπάρχουν πέντε τύποι της σχιζοφρένειας με βάση τα συμπτώματα.
- Η παρανοϊκού τύπου σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται από συμπτώματα αισθήματος καταδίωξης ή μερικές φορές η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με ένα διάσημο πρόσωπο ή μια πολύ μεγάλη εταιρεία. Οι άνθρωποι με παρανοϊκή σχιζοφρένεια μπορεί να εμφανίσουν θυμό, άγχος και επιθετικότητα.
- Στην αποδιοργανωτική σχιζοφρένεια το άτομο επιδεικνύει συμπεριφορές που δεν έχουν καμία δομή ή μιλάει με τρόπο δυσνόητο. Μπορεί να εκδηλώσει ακατάλληλα συναισθήματα ή αντιδράσεις που δεν έχουν σχέση με τα όσα συμβαίνουν, ενώ αμελεί εντελώς τις καθημερινές δραστηριότητες όπως είναι η προσωπική υγιεινή, η διατροφή και η εργασία.
- Στην κατατονική σχιζοφρένεια εμφανίζονται διαταραχές στον τρόπο κίνησης, αφού τα άτομα μπορεί να παραμείνουν ακίνητα ή κινούνται συνεχώς. Μπορεί επίσης να μην πουν τίποτα για ώρες αλλά και να επαναλαμβάνουν διαρκώς ό,τι λένε.
- Ο όρος «αδιαφοροποίητη σχιζοφρένεια» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που παρουσιάζει συμπεριφορές που ταιριάζουν σε δύο ή περισσότερους από τους άλλους τύπους σχιζοφρένειας.
- Τέλος, η υπολειμματική σχιζοφρένεια είναι η κατάσταση όπου το άτομο έχει περάσει στο παρελθόν τουλάχιστον μία περίοδο σχιζοφρένειας, αλλά πλέον δεν έχει συμπτώματα και η ασθένεια μπορεί να είναι σε πλήρη ύφεση ή μπορεί σε κάποια φάση να προκαλέσει και πάλι συμπτώματα.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η σχιζοφρένεια;
Αν και δεν υπάρχει θεραπεία που να προσφέρει παντελή ίαση στους ασθενείς με σχιζοφρένεια, με την κατάλληλη θεραπεία πολλοί από αυτούς μπορούν να έχουν μια παραγωγική ζωή. Όταν ένα άτομο διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια, τα αντιψυχωσικά φάρμακα, που μπλοκάρουν τους υποδοχείς D2 της ντοπαμίνης, αποτελούν την κύρια θεραπεία. Επίσης η ψυχοθεραπεία γνωσιακού – συμπεριφορικού τύπου είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σε δύσκολες καταστάσεις. Είναι σημαντικό δε, να πειστούν οι ασθενείς για τη θεραπευτική αγωγή και να μη τη διακόπτουν. Οι περισσότεροι πια ζουν εκτός νοσηλευτικών ιδρυμάτων και αναλαμβάνουν πιο ενεργούς ρόλους στην επιλογή της θεραπείας τους και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μέσα από φορείς ατόμων με ειδικές ανάγκες.